τελεφερίκ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τελεφερίκ < γαλλική téléphérique

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /te.le.feˈɾik/
τελεφερίκ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τελεφερίκ ουδέτερο άκλιτο

  • εναέριο μεταφορικό μέσο με θαλαμίσκους που μετακινούνται αναρτημένοι σε πολύ ισχυρά καλώδια μεταφέροντας επιβάτες ή εμπορεύματα σε ορεινές δυσπρόσιτες περιοχές ή χιονοδρομικά κέντρα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]