τεριγιάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τεριγιάκι < (άμεσο δάνειο) ιαπωνική 照り焼き, てりやき (teriyaki) (照り=λάμπω, 焼き=ψημένο)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τεριγιάκι ουδέτερο άκλιτο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]