τεταρτιασμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τεταρτιασμός < τεταρτιάζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τεταρτιασμός, αρσενικό
- είδος θανατικής ποινής, στην οποία τέσσερα ζώα τραβούσαν σε αντίθετες κατευθύνσεις τα μέλη ενός ανθρώπου, με αποτέλεσμα τον διαμελισμό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τεταρτιασμός