τετμημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τετμημένος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τετμημένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του μεσοπαθητικού ρήματος grc
Μετοχή[επεξεργασία]
τετμημένος, -η, -ο
Παράγωγα[επεξεργασία]
- τετμημένη (θηλυκό, μαθηματικά)
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη τέμνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές=[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τετμημένος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τετμημένος,
Μετοχή[επεξεργασία]
τετμημένος, -η, -ον
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του μεσοπαθητικού ρήματος grc
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'αγαπημένος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μετοχές με κλίση όπως το 'λελυμένος' (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'λελυμένος' (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Μετοχές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)