τετράγωνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τετράγωνος < αρχαία ελληνική τετράγωνος < τετράς + γωνία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /teˈtɾa.ɣo.nos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /teˈtɾa.ɣo.ni/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /teˈtɾa.ɣo.no/ ουδέτερο
Επίθετο[επεξεργασία]
τετράγωνος
- που έχει το σχήμα του τετραγώνου
- που είναι γωνιώδης, που έχει ορθές γωνίες
- (μεταφορικά) που βρίσκεται και δομείται μέσα σε αυστηρά όρια, που αναλύει και κατηγοριοποιεί με αυστηρό τρόπο
- τετράγωνη σκέψη
- (χαρακτηρισμός) γεροδεμένος κι ευτραφής άνθρωπος
- το ουδέτερο ως ουσ: Το τετράγωνο → δείτε τη λέξη
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τετράγωνος
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
τετράγωνος