τετράστοιχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
τετράστοιχος, -η, -ο
- αυτός που περιλαμβάνει τέσσερις στοίχους, ή σειρές
- (χημεία): αυτός που περιλαμβάνει τέσσερα στοιχεία (κράμα)
- (στρατιωτικός όρος): αυτός που περιλαμβάνει τέσσερα στοιχεία οπλικού συστήματος, π.χ. βλήματα, εκτοξευτήρες κ.λπ.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τετράστοιχος
|