τετράφυλλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τετράφυλλο τα τετράφυλλα
      γενική του τετράφυλλου
τετραφύλλου
των τετράφυλλων
τετραφύλλων
    αιτιατική το τετράφυλλο τα τετράφυλλα
     κλητική τετράφυλλο τετράφυλλα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τετράφυλλο < τετρα- + φύλλο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τετράφυλλο ουδέτερο

  1. (βοτανική): σύνθετο φύλλο που καταλήγει σε τέσσερα επιμέρους φύλλα
  2. (γεωμετρία) γεωμετρικό σχήμα από τέσσερα ελλειψοειδή φύλλα σε σταυροειδή διάταξη

Μεταφράσεις[επεξεργασία]