τετρακοσιοστός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τετρακοσιοστός η τετρακοσιοστή το τετρακοσιοστό
      γενική του τετρακοσιοστού της τετρακοσιοστής του τετρακοσιοστού
    αιτιατική τον τετρακοσιοστό την τετρακοσιοστή το τετρακοσιοστό
     κλητική τετρακοσιοστέ τετρακοσιοστή τετρακοσιοστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τετρακοσιοστοί οι τετρακοσιοστές τα τετρακοσιοστά
      γενική των τετρακοσιοστών των τετρακοσιοστών των τετρακοσιοστών
    αιτιατική τους τετρακοσιοστούς τις τετρακοσιοστές τα τετρακοσιοστά
     κλητική τετρακοσιοστοί τετρακοσιοστές τετρακοσιοστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τετρακοσιοστός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

τετρακοσιοστός, -ή, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]