τεχνοκρατικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
(λείπει η ετυμολογία)
Επίθετο[επεξεργασία]
τεχνοκρατικός
- που αναφέρεται στην τεχνοκρατία ή τη χαρακτηρίζει
[σύστημα διακυβέρνησης όπου η δύναμη βρίσκεται στα χέρια όχι των πολιτικών αλλά των ειδικών της διοίκησης και της οικονομίας] τεχνοκρατία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τεχνοκρατικός