τζίτζιφο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τζίτζιφο τα τζίτζιφα
      γενική του τζίτζιφου των τζίτζιφων
    αιτιατική το τζίτζιφο τα τζίτζιφα
     κλητική τζίτζιφο τζίτζιφα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Τζίτζιφα

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τζίτζιφο < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ζίζυφον[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈdzi.dzi.fo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τζί‐τζι‐φο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τζίτζιφο ουδέτερο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]