τζιν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Τζιν, Τζην, τζην

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

τζιν < (άμεσο δάνειο) αγγλική gin

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τζιν ουδέτερο άκλιτο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

τζιν < (άμεσο δάνειο) αγγλική jean
Ρούχα από τζιν.
Ένα τζιν κρεμασμένο ανάποδα.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τζιν ουδέτερο άκλιτο

  1. βαμβακερό ύφασμα με χαρακτηριστική διαγώνια ύφανση
  2. παντελόνι από τέτοιο ύφασμα, κυρίως το λεγόμενο και μπλουτζίν

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

  • τζην (μη απλοποιημένη)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

τζιν άκλιτο

  • ρούχο, ένδυμα φτιαγμένο από το παραπάνω βαμβακερό ύφασμα
    ήρθε στη γιορτή φορώντας τζιν πουκάμισο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]