τζουτζές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τζουτζές < (άμεσο δάνειο) τουρκική cüce ("νάνος") < περσική جوجه (cūca, "κοτοπουλάκι")
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τζουτζές αρσενικό
- γελωτοποιός
- (συνεκδοχικά) άνθρωπος που δεν είναι σοβαρός, ο γελοίος
- μ' έχει βάλει στο μάτι αυτός ο τζουτζές στη γραμματεία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τζουτζές
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καφές' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)