τζόκεϊ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

ένας τζόκεϊ
καπέλο τζόκεϊ

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τζόκεϊ < αγγλική jockey

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τζόκεϊ αρσενικό άκλιτο

  1. (επάγγελμα) επαγγελματίας αναβάτης ενός αλόγου
  2. καπέλο με πλατύ μπροστινό γείσο, όπως αυτό που φορούν οι επαγγελματίες αναβάτες αλόγων

Μεταφράσεις[επεξεργασία]