τζόκεϊ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τζόκεϊ αρσενικό άκλιτο
- (επάγγελμα) επαγγελματίας αναβάτης ενός αλόγου
- καπέλο με πλατύ μπροστινό γείσο, όπως αυτό που φορούν οι επαγγελματίες αναβάτες αλόγων