τιμώμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

τιμώμαι

  1. παθητική φωνή του ρήματος τιμώ
  2. έχω μια ορισμένη τιμή, κοστίζω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]