τονοσαλάτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τονοσαλάτα θηλυκό
- (γαστρονομία) σαλάτα από τόνο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τονοσαλάτα
τονοσαλάτα θηλυκό