τονώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τονώνω < τονόω-ῶ < τόνος της αρχαίας ελληνικής

Ρήμα[επεξεργασία]

τονώνω

  1. ενδυναμώνω, αυξάνω τη ζωντάνια και την ενεργητικότητα
    η καλή διατροφή τονώνει τον οργανισμό
  2. (μεταφορικά) αναζωογονώ, εμψυχώνω
    προσπαθούσε να τονώσει το ηθικό της

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]