τοπολογία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

παράδειγμα ελαστικής παραμόρφωσης (ομοιομορφισμός) στην τοπολογία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τοπολογία οι τοπολογίες
      γενική της τοπολογίας των τοπολογιών
    αιτιατική την τοπολογία τις τοπολογίες
     κλητική τοπολογία τοπολογίες
Ως επιστημονικός κλάδος, μόνο στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τοπολογία < τόπος + -λογία (< λόγος)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τοπολογία θηλυκό

  1. η μελέτη ενός τόπου (ως προς τη γεωγραφία του, την ιστορία του, τις ιδιότητές του κ.α.).
  2. (μαθηματικά) κλάδος των μαθηματικών που μελέτα εκείνες τις ιδιότητες των γεωμετρικών σχηματισμών που παραμένουν αμετάβλητες όταν αυτοί υπόκεινται σε ελαστικές παραμορφώσεις, όπως για παράδειγμα σε έκταση ή σε συστροφή (ομοιομορφισμοί). Η τοπολογία, δηλαδή, ενδιαφέρεται για τις γενικές ιδιότητες ενός τοπολογικού χώρου και όχι για τις ιδιότητες των ποικίλων διαμορφώσεων που αυτός μπορεί να λάβει. Βασικές έννοιες: συνέχεια, σύγκλιση.
    για την τοπολογία μία σφαίρα και ένας κύβος είναι ισοδύναμοι
  3. (τηλεπικοινωνίες, πληροφορική) Η διάταξη με την οποία συνδέονται οι κόμβοι (nodes) μέσω καναλιών (links) σε ένα δίκτυο τηλεπικοινωνιών (βλ. και τοπολογία δικτύου)
    η τοπολογία ενός δικτύου μπορεί να έχει δομή αστέρα (star), δακτυλίου (ring), αρτηρίας (bus) ή βρόχου (mesh)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]