τοστιέρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τοστιέρα οι τοστιέρες
      γενική της τοστιέρας
    αιτιατική την τοστιέρα τις τοστιέρες
     κλητική τοστιέρα τοστιέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τοστιέρα < τοστ + -ιέρα
Μια ανοιχτή τοστιέρα.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τοστιέρα θηλυκό

  • (κουζινικά) ηλεκτρική οικιακή συσκευή που αποτελείται από δύο συνδεδεμένες μέσω άρθρωσης θερμαινόμενες πλάκες για να ψήνουν ότι βρίσκεται ανάμεσά τους όταν κλείνουν (συνήθως φέτες ψωμιού για την παρασκευή τοστ)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]