τοτέμ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Τοτέμ στην Αλάσκα.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τοτέμ < αγγλική ή γαλλική totem < λέξη ινδιάνικων φυλών του Καναδά: (o)doodem(an)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τοτέμ ουδέτερο άκλιτο

  1. φυσικό αντικείμενο ή πλάσμα της φύσης που θεωρείται ιερό και χρησιμοποιείται σαν έμβλημα φυλής
  2. (ειδικότερα) είδωλο κατασκευασμένο να μοιάζει με αυτό το αντικείμενο ή πλάσμα

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]