τουθόπερ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
τουθόπερ < αρχαία ελληνική τοῦθ’ ὅπερ < οὗτος ὅσπερ
Αντωνυμία[επεξεργασία]
τουθόπερ
- (παρωχημένο) (λόγιο) το οποίο
- ※ Η τελική διαπίστωση από την ανάλυση αυτή προκύπτει από το συμπέρασμα ότι, ακόμη και σήμερα, ο όρος οικονομική διακυβέρνηση στον ευρωπαϊκό χώρο προσλαμβάνει ανάλογα με τα περιεχόμενα που του προσδίδονται μιαν αντίστοιχη και συχνά διαφορετική σημασία. Τουθόπερ σημαίνει ότι ο όρος συνεχίζει να αποτελεί σύνθημα μάλλον και όχι τόσο επεξεργασμένη (οικονομικοπολιτικά) επιλογή. (*)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τουθόπερ
|