τρέχα γύρευε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τρέχα: προστακτική του τρέχω
γύρευε: προστακτική του γυρεύω (αναζητώ, ψάχνω να βρω)

Έκφραση[επεξεργασία]

τρέχα γύρευε

  • λέγεται για κάτι που είναι ακατανόητο ή πολύ δύσκολο να εξηγηθεί
Τρέχα γύρευε γιατί δεν θέλει να έρθει μαζί μας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]