τραβέλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τραβέλι | τα | τραβέλια |
γενική | του | τραβελιού | των | τραβελιών |
αιτιατική | το | τραβέλι | τα | τραβέλια |
κλητική | τραβέλι | τραβέλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- τραβέλι < τραβεστ(ί) ( < γαλλική travesti) + -έλι (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό
τραβέλι ουδέτερο
Συνώνυμα
- → δείτε τη λέξη τραβεστί
Μεταφράσεις
τραβέλι
→ δείτε τη λέξη τραβεστί |
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Χυδαιολογίες (νέα ελληνικά)
- Αργκό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)