τραβέρσο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τραβέρσο < (άμεσο δάνειο) ιταλική traverso < λατινική transversus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος transverto < trans + verto < πρωτοϊταλική *wertō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wértti < *wert- (γυρίζω, στρέφω)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /tɾaˈveɾ.so/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τραβέρσο ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) η θέση πλοίου κατά την οποία πλέει, καθώς δέχεται τον άνεμο ή το κύμα από τα πλάγια μπροστά. Λοξός, εγκάρσιος
- (ναυτικός όρος) η μέγιστη δυνατή κόντρα (λοξή με την μικρότερη δυνατή γωνία πλεύσης) στον άνεμο πορεία & ταχύτητα (όρτσα) του σκάφους με το κύμα στην μάσκα του (παρειές).
Συγγενικά[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τραβέρσο
|
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)