τραβιέμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τραβιέμαι < παθητική φωνή του τραβώ
Ρήμα[επεξεργασία]
τραβιέμαι αόριστος: τραβήχτηκα, μετοχή παρακειμένου: τραβηγμένος
- με τραβούν
- ασχολούμαι για πολύ καιρό με υπόθεση που με ταλαιπωρεί, ταλαιπωρούμαι
- έχω μια μακροχρόνια ερωτική σχέση (συχνά εννοείται ότι αυτή σχέση είναι προβληματική ή αδιέξοδη)
- εφαρμόζω την πρακτική της διακοπτόμενης συνουσίας