τραστ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τραστ < (λόγιο δάνειο) αγγλική trust [1] < με απώτατη αρχή την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *drowzdo (δυναμώνω, ισχυροποιώ)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τραστ ουδέτερο άκλιτο
- (οικονομία) μεγάλη εταιρεία ή επιχείρηση που προέρχεται από συνένωση ή συγχώνευση μικρότερων, προκειμένου να εξαλειφθεί ο μεταξύ τους ανταγωνισμός
- (κατ’ επέκταση, οικονομία) οποιαδήποτε πολύ μεγάλη εταιρεία ή επιχείρηση
- (οικονομία, νομικός όρος) εταιρεία που έχει εξουσιοδοτηθεί να διαχειρίζεται τα κεφάλαια και τα περιουσιακά στοιχεία κάποιων (αποθανόντων, ανηλίκων κ.ά.) και να τους εκπροσωπεί νομικά
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ τραστ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)