τραστ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τραστ < (λόγιο δάνειο) αγγλική trust [1] < με απώτατη αρχή την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *drowzdo (δυναμώνω, ισχυροποιώ)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τραστ ουδέτερο άκλιτο

  1. (οικονομία) μεγάλη εταιρεία ή επιχείρηση που προέρχεται από συνένωση ή συγχώνευση μικρότερων, προκειμένου να εξαλειφθεί ο μεταξύ τους ανταγωνισμός
     συνώνυμα: κοινοπραξία, κονσόρτσιουμ
  2. (κατ’ επέκταση, οικονομία) οποιαδήποτε πολύ μεγάλη εταιρεία ή επιχείρηση
  3. (οικονομία, νομικός όρος) εταιρεία που έχει εξουσιοδοτηθεί να διαχειρίζεται τα κεφάλαια και τα περιουσιακά στοιχεία κάποιων (αποθανόντων, ανηλίκων κ.ά.) και να τους εκπροσωπεί νομικά

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]