τραχύτητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τραχύτητα οι τραχύτητες
      γενική της τραχύτητας των τραχυτήτων
    αιτιατική την τραχύτητα τις τραχύτητες
     κλητική τραχύτητα τραχύτητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τραχύτητα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τραχύτης από την αιτιατική ενικού «τὴν τραχύτητα». Συγχρονικά αναλύεται σε τραχ(ύς) + -ύτητα.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /tɾaˈçi.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρα‐χύ‐τη‐τα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τραχύτητα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

τραχύτητα θηλυκό