τρεκλίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τρεκλίζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

τρεκλίζω και τρικλίζω

  • βαδίζω παραπατώντας και κρατώντας με δυσκολία την ισορροπία μου,π.χ. λόγω μέθης
    ※  Ο μεθυσμένος στάθηκε τρικλίζοντας και τον κοιτούσε. Κωστούλα Μητροπούλου, Μετάθεση

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]