τρεμοσβήνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τρεμοσβήνω < τρέμω + -ο- + σβήνω

Ρήμα[επεξεργασία]

τρεμοσβήνω

  1. για φως ή λάμψη που μειώνεται και αυξάνει για λίγο, περιοδικά, η έντασή τους
  2. (μεταφορικά) χειροτερεύω ή παρακμάζω με μικρά ενδιάμεσα διαστήματα καλυτέρευσης ή ακμής

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]