τρικλοποδιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τρικλοποδιά | οι | τρικλοποδιές |
γενική | της | τρικλοποδιάς | των | τρικλοποδιών |
αιτιατική | την | τρικλοποδιά | τις | τρικλοποδιές |
κλητική | τρικλοποδιά | τρικλοποδιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τρικλοποδιά < *τριπλοποδιά[1] < *τριπλοπόδης[1] (είδος καλικάντζαρου) < αρχαία ελληνική τριπλόος / τριπλοῦς + πούς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τρικλοποδιά θηλυκό
- η εσκεμμένη τοποθέτηση του ποδιού (ή άλλου μέσου: π.χ. ραβδιού) ανάμεσα από τα πόδια άλλου, προκειμένου να πέσει
- (μεταφορικά, οικείο) ύπουλη (και ενδεχομένως ανήθικη) ενέργεια που βλάπτει , παρεμποδίζει ή υποσκελίζει κάποιον
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τρικλοποδιά
- ↑ 1,0 1,1 τρικλοποδιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Οικείοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)