τρυπτοφάνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τρυπτοφάνη οι τρυπτοφάνες
      γενική της τρυπτοφάνης των τρυπτοφανών
    αιτιατική την τρυπτοφάνη τις τρυπτοφάνες
     κλητική τρυπτοφάνη τρυπτοφάνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τρυπτοφάνη < (άμεσο δάνειο) αγγλική tryptic (σχετικός με την trypsin/τρυψίνη) + αγγλική -phane (< φαίνομαι)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Συντακτικός τύπος τρυπτοφάνης.

τρυπτοφάνη θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]