τρυφή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τρυφή οι τρυφές
      γενική της τρυφής των τρυφών
    αιτιατική την τρυφή τις τρυφές
     κλητική τρυφή τρυφές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τρυφή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τρυφή < → δείτε τη λέξη θρύπτω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /tɾiˈfi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρυ‐φή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τρυφή θηλυκό

  1. το να ζει κάποιος πλούσια, με μεγάλη μαλθακότητα, πολυτέλεια και άνεση
     συνώνυμα: καλοπέραση, ραστώνη, χλιδή
     αντώνυμα: ανέχεια, ένδεια, στέρηση
  2. (κατ’ επέκταση) η επιδίωξη των σωματικών απολαύσεων και ηδονών
     συνώνυμα: ηδυπάθεια, συβαριτισμός, φιληδονία
     αντώνυμα: εγκράτεια

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τρυφή αἱ τρυφαί
      γενική τῆς τρυφῆς τῶν τρυφῶν
      δοτική τῇ τρυφ ταῖς τρυφαῖς
    αιτιατική τὴν τρυφήν τὰς τρυφᾱ́ς
     κλητική ! τρυφή τρυφαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τρυφᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  τρυφαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ζητούμενο λήμμα

Πηγές[επεξεργασία]