τρώγω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τρώγω < αρχαία ελληνική τρώγω
Ρήμα[επεξεργασία]
τρώγω και τρώω
- → δείτε τη λέξη τρώω
Συγγενικά[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
τρώγω < *tṝ-g- < *trō-g- < * πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ter- (τρίβω, τρυπώ)
Ρήμα[επεξεργασία]
τρώγω