τσάκα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Τσάκα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσάκα οι τσάκες
      γενική της τσάκας
    αιτιατική την τσάκα τις τσάκες
     κλητική τσάκα τσάκες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

1,2.τσάκα < τσακώνω + (αναδρομικός σχηματισμός)
3. τσάκα < ιταλική giacca < παλαιά γαλλικά jaque
4. τσάκα < τσακίζω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τσάκα θηλυκό

  1. παγίδα, δόκανο
  2. (χαρτοπαίγνια) το κόψιμο της χαρτωσιάς με ατού, όταν κάποιος δεν έχει φύλλο ίδιου χρώματος
  3. (παρωχημένο) ζακέτα, επενδύτης
    Καὶ ὁ γαμβρός, ὁ νοικοκύρης, μὲ τὸ πανωβράκι του τὸ τσόχινον, μὲ τὸ φέσι του τὸ στιλπνόν, μὲ τὴν τσάκαν του τὴν βελουδένιαν, μὲ τὸ ζωνάρι του τὸ μεταξωτόν, θὰ τρέξῃ ἀπ᾽ ὀπίσω του, καὶ θὰ γυρεύῃ νὰ τοὺς χωρίσῃ… (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Έρως Ήρως)
    άλλες μορφές: τζάκα
    Συγγενικά : ζακέτα, τζάκετ
  4. (λαϊκότροπο) τσάκιση

Μεταφράσεις[επεξεργασία]