τσάκιση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσάκιση < τσακίζω τσακι- + -ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τσάκιση θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]