τσαγκαροδευτέρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τσαγκαροδευτέρα | οι | τσαγκαροδευτέρες |
γενική | της | τσαγκαροδευτέρας | — | |
αιτιατική | την | τσαγκαροδευτέρα | τις | τσαγκαροδευτέρες |
κλητική | τσαγκαροδευτέρα | τσαγκαροδευτέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσαγκαροδευτέρα θηλυκό
- τη Δευτέρα είχαν καθιερώσει ως αργία οι τσαγκάρηδες από τον 2ο αιώνα (πηγή: εφημερίδα επτά)
- (ειρωνικά) μέρα ανάπαυσης για τους τεμπέληδες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τσαγκαροδευτέρα
|