τσαμασίρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | τσαμασίρια | ||
γενική | των | τσαμασιριών | ||
αιτιατική | τα | τσαμασίρια | ||
κλητική | τσαμασίρια | |||
Οι καταλήξεις -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσαμασίρια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (ιδιωματικό) (παρωχημένο) άπλυτα
- (κατ’ επέκταση) (ιδιωματικό) (παρωχημένο) μικροπράγματα, προσωπικά αντικείμενα
- ※ Είναι το ντιβάνι μου στενό / και δε μας χωράει και τους δυο!
- Αφού δεν τα κατάφερες, να πας με τα νερά μου, / μάσε τα τσαμασίρια σου και στο καλό, κυρά μου!
- (Από το τραγούδι του Βασίλη Τσιτσάνη «Το ντιβάνι»)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα στίχους τραγουδιών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)