τσαπίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσαπίζω < μεσαιωνική ελληνική τσαπίζω < τσάπα + -ίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

τσαπίζω (παθητική φωνή: τσαπίζομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]