τσεκουριά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τσεκουριά | οι | τσεκουριές |
γενική | της | τσεκουριάς | των | τσεκουριών |
αιτιατική | την | τσεκουριά | τις | τσεκουριές |
κλητική | τσεκουριά | τσεκουριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσεκουριά θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τσεκουριά
|