τσιμπολογώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσιμπολογώ < τσιμπώ + -ο- + -λογώ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /t͡sim.bo.loˈɣo/

Ρήμα[επεξεργασία]

τσιμπολογώ

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]