τσιμπούρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσιμπούρι τα τσιμπούρια
      γενική του τσιμπουριού των τσιμπουριών
    αιτιατική το τσιμπούρι τα τσιμπούρια
     κλητική τσιμπούρι τσιμπούρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσιμπούρι < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τσιμούριον, (παρετυμολογία) προς το τσιμπώ [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /t͡siˈbu.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσι‐μπού‐ρι
Τσιμπούρι πάνω σε ζώο.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τσιμπούρι ουδέτερο

  • κοινή ονομασία του παρασιτικού Αρθρόποδου, που ονομάζεται κρότων
    άλλες μορφές: τσιμούρι

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • γίνομαι τσιμπούρι: γίνομαι φοβερά ενοχλητικός σε κάποιον είτε γιατί έχω συνέχεια απαιτήσεις είτε γιατί βρίσκομαι συνέχεια κοντά του

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]