τσιρίσι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσιρίσι τα τσιρίσια
      γενική του τσιρισιού των τσιρισιών
    αιτιατική το τσιρίσι τα τσιρίσια
     κλητική τσιρίσι τσιρίσια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσιρίσι < (άμεσο δάνειο) τουρκική çiriş < περσική سریش (sirīsh, κόλλα)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τσιρίσι ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]