τσοι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: τση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσοι < φθογγική αντικατάσταση του ου με οι τους + οι

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας[επεξεργασία]

τσοι

  • (ιδιωματικό): τους (Κρήτη, Νάξος)
    το μπεζεστένι σείστηκε με τσοι πραματευτάδες