τσουλούφι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσουλούφι τα τσουλούφια
      γενική του τσουλουφιού των τσουλουφιών
    αιτιατική το τσουλούφι τα τσουλούφια
     κλητική τσουλούφι τσουλούφια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσουλούφι < (άμεσο δάνειο) τουρκική zülüf < γαλλική زلف (zülüf) < περσική زلف (zulf)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τσουλούφι ουδέτερο

  1. μπούκλα μαλλιών που πετάει, συνήθως μπροστά στο μέτωπο και πάνω από τα μάτια
  2. αντίστοιχη μπούκλα τριχών σε άλογο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]