τυμπανίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: τουμπανιάζω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τυμπανίζω < τύμπανο + -ίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

τυμπανίζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]