τυποποιημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τυποποιημένος < → λείπει η ετυμολογία
Μετοχή[επεξεργασία]
τυποποιημένος
- που έχει τυποποιηθεί
- ο στιλιζαρισμένος
- ο συμβατικός
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τυποποιημένος