τυπωθήτω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τυπωθήτω (λόγιο) < γ' ενικό προστακτικής παθητικού αορίστου του ρήματος τυπόω/τυπώνω (να τυπωθεί)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τυπωθήτω ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]