τυροσίνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τυροσίνη οι τυροσίνες
      γενική της τυροσίνης των τυροσινών
    αιτιατική την τυροσίνη τις τυροσίνες
     κλητική τυροσίνη τυροσίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τυροσίνη < τυρός (ανακαλύφτηκε στο τυρί) + κατάληξη -ίνη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Συντακτικός τύπος τυροσίνης.

τυροσίνη θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]