τυχοδιώκτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τυχοδιώκτης < τύχ(η) + -ο- + διώκτης (< διώκω), μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική fortune hunter[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ti.xoðiˈo.ktis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τυ‐χο‐δι‐ώ‐κτης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τυχοδιώκτης αρσενικό (θηλυκό τυχοδιώκτρια)
- αυτός που εκμεταλλεύεται όλες τις περιστάσεις συχνά παίρνοντας μεγάλα ρίσκα, για να πετύχει στη ζωή του
- (συνεκδοχικά) αυτός που δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει κάθε μέσο, έστω και αθέμιτο, για να πετύχει το σκοπό του
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις τύχη, διώκτης και διώκω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τυχοδιώκτης
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ τυχοδιώκτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)