τόρνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Τόρνος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τόρνος οι τόρνοι
      γενική του τόρνου των τόρνων
    αιτιατική τον τόρνο τους τόρνους
     κλητική τόρνε τόρνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τόρνος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική grc
Τόρνος κατασκευής πυροσωλήνων.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈtoɾ.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τόρ‐νος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τόρνος αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τόρνος οἱ τόρνοι
      γενική τοῦ τόρνου τῶν τόρνων
      δοτική τῷ τόρν τοῖς τόρνοις
    αιτιατική τὸν τόρνον τοὺς τόρνους
     κλητική ! τόρνε τόρνοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τόρνω
γεν-δοτ τοῖν  τόρνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τόρνος (τεχνικός όρος) < τορ- + -νος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;   τείρω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τόρνος, -ου αρσενικό

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]