τύφλωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τύφλωση οι τυφλώσεις
      γενική της τύφλωσης* των τυφλώσεων
    αιτιατική την τύφλωση τις τυφλώσεις
     κλητική τύφλωση τυφλώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, τυφλώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τύφλωση < τυφλός + -ωση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τύφλωση θηλυκό

  • η κατάσταση στην οποία ένα άτομο έχει χάσει την αίσθηση της όρασης εξαιτίας ψυχολογικών ή νευρολογικών παραγόντων

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]